Dictionary of Greek. 2013.
ατμοσύρτης — ο ατμονομέας, μηχανική διάταξη με την οποία ρυθμίζεται η εισροή και εκροή ατμού από τον κύλινδρο ατμομηχανής ή άλλης συσκευής … Dictionary of Greek